- ασθενόρριζος
- ἀσθενόρριζος, -ον (Α)(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσθενόρριζον — ἀσθενόρριζος with weak roots masc/fem acc sg ἀσθενόρριζος with weak roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασθενής — ές (AM ἀσθενής, ές) 1. ο άρρωστος 2. ο αδύναμος αρχ. 1. ο άπορος, ο φτωχός («ὅ τ ἀσθενὴς ὅ τε πλούσιος») 2. ο ασήμαντος 3. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία («τὸ ἀσθενὲς τῆς γνώμης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σθενής < σθένος. Η λ. ασθενής ήταν σε… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek